- ξενοβλάστες
- οι(πετρογρ.) κρύσταλλοι ορυκτών που εμφανίζουν ιδιόμορφη ανάπτυξη, χωρίς όμως περατωτικές έδρες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenoblast < ξένος + βλαστός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
κρυσταλλοβλάστες — Μεμονωμένοι κρύσταλλοι των μεταμορφωμένων πετρωμάτων. Προκύπτουν με αργή αύξηση κατά τη διάρκεια του μετασχηματισμού σε βάθος, ο οποίος προκαλείται ειδικότερα σε περιβάλλοντα όπου έχουν επιδράσει σοβαρά φαινόμενα ενδοδυναμικής του φλοιού της Γης… … Dictionary of Greek